- φθογγῆς
- φθογγήvoicefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθογγήεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, ῆντος, Α αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις), βλ. λ. όεις] … Dictionary of Greek